- λαβροποτῶ
- λαβροποτέωdrink hardpres subj act 1st sg (attic epic doric)λαβροποτέωdrink hardpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαβροποτώ — λαβροποτῶ, έω (Α) [λαβροπότης] πίνω χωρίς μέτρο … Dictionary of Greek